Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῦ καπνοῦ

  • 1 έλιξ

    (-ικος) η
    1) спираль, спиральная линия;

    έλικες τού καπνού — завитки дыма;

    2) винт (судна или самолёта); пропеллер;
    3) винт, болт, шуруп; 4) нарезка; 5) анат. извилины;

    έλικες τού εγκεφάλου — извилины головного мозга;

    έλιξ του ωτός — ушная раковина;

    6) архит. завиток, волюта

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έλιξ

  • 2 δριμυτης

        - ητος ἥ
        1) острота, едкость
        

    (τοῦ καπνοῦ Polyb.; ἰχῶρος Diod.; перен. σκωμμάτων Luc.)

        2) тонкий подход, проницательность
        3) хитрость, ловкость
        

    (δ. καὴ πανουργία Plut.)

        4) пылкость, рвение
        

    (προσοχέ καὴ δ. Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > δριμυτης

  • 3 ηδονη

         ἡδονή
        дор. ἁδονά и ἡδονά ἥ
        1) удовольствие, наслаждение, удовлетворение, радость
        

    αἱ τοῦ σώματος ( или περὴ τὸ σῶμα) ἡδοναί Xen., αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Plat. и αἱ σωρατικαὴ ἡδοναί Arst., NT. — физические (чувственные) наслаждения;

        ἥ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡ. Plat. — удовольствие от (по)знания;
        ἥ ἐπὴ κακοῖς ἡ. Plat. — злорадство;
        μεθ΄ ἡδονῆς Thuc. — с удовольствием, охотно;
        ἐν ἡδονῇ ἔχειν τινά Thuc. (высоко) ценить кого-л.;
        ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι Her. или καθ΄ (и πρὸς) ἡδονέν ἐστί μοι Aesch. — мне хочется, мне нравится, мне угодно;
        κότεροι ἀληθηΐῃ χρήσομαι ἢ ἡδονῇ ; Her. — говорить мне по правда или для (твоего) удовольствия?;
        ὑφ΄ ἡδονῆς Soph. — от (избытка) радости;
        ἡδοναῖς ἐξαίρειν βίον Soph. — жить среди наслаждений, радостно;
        ἐν ἡδονῇ ἄρχειν Thuc. — управлять, не вызывая неудовольствия;
        κρὸς ἡδονήν Her., Soph., Thuc. — из-за (ради) удовольствия;
        οὐ πρὸς ἡδονέν λέγω τάδε ; Soph. — разве не радуют (тебя) мои слова?;
        οὐ πρὸς ἡδονέν οἱ ἦν τὰ ἀγγελλόμενα Her. — эти вести пришлись ему (Орету) не по душе;
        но τἄλλ΄ ἐγώ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην πρὸς τέν ἡδονήν Soph. — остальное, если сравнить его с радостью, я не купил бы за тень дыма, т.е. богатство без радости есть ничто по сравнению с радостью;
        καθ΄ ἡδονέν κλύειν Soph. — наслушаться вволю;
        καθ΄ ἡδονέν ποιεῖν Thuc. — предаться удовольствиям;
        θᾶσσον ἢ καθ΄ ἡδονέν ποδός Soph. — быстрее, чем это удобно ногам, т.е. как можно скорее

        2) редко филос. чувственное свойство

    Древнегреческо-русский словарь > ηδονη

  • 4 φύλλο(ν)

    τό
    1) лист разя, знач); лепесток (цветка);

    φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;

    φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;

    τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;

    φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;

    γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;

    2) (чаще πλ.) листва;
    3) издание; газета; журнал;

    καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;

    4) номер (газеты);

    στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;

    5) удостоверение, билет (документ);

    φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;

    отпускное свидетельство;

    φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;

    φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;

    φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;

    φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;

    φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;

    6) карта Ν (игральная);

    έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;

    7) створка;

    τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;

    8) полотнище (материи и т. п.);

    § φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;

    άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;

    απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύλλο(ν)

  • 5 φύλλο(ν)

    τό
    1) лист разя, знач); лепесток (цветка);

    φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;

    φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;

    τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;

    φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;

    γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;

    2) (чаще πλ.) листва;
    3) издание; газета; журнал;

    καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;

    4) номер (газеты);

    στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;

    5) удостоверение, билет (документ);

    φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;

    отпускное свидетельство;

    φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;

    φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;

    φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;

    φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;

    φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;

    6) карта Ν (игральная);

    έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;

    7) створка;

    τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;

    8) полотнище (материи и т. п.);

    § φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;

    άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;

    απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύλλο(ν)

См. также в других словарях:

  • Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»